λυμάντωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = λυμαντήρ, Timo 65.

German (Pape)

[ῡ], ορος, ὁ, = λυμαντήρ; Tim. bei S.Emp. adv. math. 11.171; Man. 2.267, 4.530.

Russian (Dvoretsky)

λῡμάντωρ: ορος ὁ Sext. = λυμαντήρ.

Greek (Liddell-Scott)

λῡμάντωρ: ὁ, = λυμαντήρ, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 171.

Greek Monolingual

λυμάντωρ, -ορος, ὁ (Α) λυμαίνω
λυμαντήρ.