λυσσητής

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = λυσσητήρ (one that is raging, raving mad), App.Anth. 5.47 ; Dor. λυσσατάς AP 7.473 (Aristodic.).

German (Pape)

ὁ, = λυσσητήρ, Aristodic. 1 (VII.473) und öfter Anth.

Russian (Dvoretsky)

λυσσητής: οῦ adj. m Anth. = λυσσητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσητής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 132· Δωρ. -ᾱτάς, 7. 473.

Greek Monolingual

λυσσητής, ὁ (ΑM, Α δωρ. τ. λυσσατάς) [[[λυσσώ]] (I)]
λυσσαλέος, μανιώδης.

Greek Monotonic

λυσσητής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ.

Middle Liddell

= λυσσητήρ, Anth.]