λυσσητήρ

From LSJ

τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσητήρ Medium diacritics: λυσσητήρ Low diacritics: λυσσητήρ Capitals: ΛΥΣΣΗΤΗΡ
Transliteration A: lyssētḗr Transliteration B: lyssētēr Transliteration C: lyssitir Beta Code: lusshth/r

English (LSJ)

λυσσητῆρος, ὁ, one that is raging or raving mad, κύων Il.8.299; ἰὸς κυνός AP5.265 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
enragé.
Étymologie: λυσσάω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Wütende, Tolle; κύων, Il. 8.299; πούς, Philp. 6 (VI.94).

Russian (Dvoretsky)

λυσσητήρ: ῆρος adj. m
1 бешеный (κύων Hom.);
2 беснующийся (в пляске), неистовствующий (πούς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λυσσητήρ: ῆρος, ὁ, λυσσώδης, μανιώδης, κύων λ. Ἰλ. Θ. 299· ἰὸς κυνὸς Ἀνθ. Π. 5. 266· ποὺς λ. αὐτόθι 6. 94.

English (Autenrieth)

ῆρος: one who rages, raging, w. κύων, Il. 8.299†.

Greek Monolingual

λυσσητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑM)
λυσσώδης, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. οικητήρ, πωλητήρ)].

Greek Monotonic

λυσσητήρ: -ῆρος, ὁ, κάποιος που είναι λυσσασμένος, μανιώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Middle Liddell

one that is raging or raving mad, Il., Anth.