λυσσικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύσσαλυσσικός ιός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία].