λυσσομαχώ

Greek Monolingual

-άω (Μ λυσσομαχῶ, -έω)
νεοελλ.
λυσσομανώ
μσν.
μάχομαι με λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι)].