λυσσομανώ
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
άω (Α λυσσομανώ, -έω) λυσσομανής
είμαι λυσσομανής, μαίνομαι από λύσσα
νεοελλ.
1. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα («λυσσομανούσε ο βοριάς»)
2. επιζητώ κάτι με σφοδρότητα («αυτός, παιδί μου, λυσσομανάει για γυναίκα»).