λυτρωτέον

English (LSJ)

one must ransom, Arist.EN1165a1.

Greek (Liddell-Scott)

λυτρωτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ λυτρώσῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 4.

Greek Monotonic

λυτρωτέον: ρημ. επίθ. του λυτρόω, πρέπει να απελευθερώσουμε με λύτρα, σε Αριστοφ.