λυτρόω
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
A release on receipt of a ransom, hold to ransom, τινὰ χρημάτων ὅσων δοκεῖ for such a sum as is agreed on, Pl.Tht.165e; redeem a pledge, λ. τὰ ἱμάτια POxy.530.14 (ii A. D.), etc.:—Med., release by payment of ransom, redeem, παρὰ τῶν Αἰτωλῶν IG12(5).36 (Naxos, iii B. C.), cf. LXX Ex.13.15, al.; τὴν χώραν χρημάτων οὐκ ὀλίγων Plb.18.16.1; ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας Ep.Tit.2.14:—Pass., to be ransomed, ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι D.19.170, cf. Arist.EN1164b34; αἵματι 1 Ep.Pet.1.18.
II Pass., to be released from an obligation, PEleph.19.8 (iii B. C.).
III mistranslation of Hebr. rp 'break the neck', LXX Ex.13.13.
French (Bailly abrégé)
λυτρῶ :
ao. ἐλύτρωσα;
Pass. ao. ἐλυτρώθην, pf. λελύτρωμαι;
délivrer moyennant rançon.
Étymologie: λύτρον.
German (Pape)
gegen Lösegeld freigeben, χρημάτων τινά, Plat. Theaet. 165e; erlösen, NT; und pass. λελυτρῶσθαι ἐκ τῶν ἰδίων, aus eigenen Mitteln, Dem. 19.170; λυτρωθείς, ausgelöst, Arist. Eth. 9.2.
Med. durch Lösegeld befreien, loskaufen, χρημάτων οὐκ ὀλίγων ἐλυτρώσατο αὐτοῖς τὴν χώραν, Pol. 17.16.1; D. gie. 5.17.
Russian (Dvoretsky)
λυτρόω:
1 освобождать, отпускать (τινα χρημάτων Plat.): λελυτρῶσθαι ἐκ τῶν ἰδίων Dem. откупиться на собственные средства; λυθρωθείς Arst. освобожденный за выкуп;
2 med. освобождать, избавлять (τινα ἀπὸ πάσης ἀνομίας NT);
3 med. выкупать (τὴν χώραν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
λυτρόω: (λύτρον) ἀπολύω τινά, ἀφίνω αὐτὸν ἐλεύθερον λαμβάνων λύτρα, λ. τινα χρημάτων ὅσων δοκεῖ, ἀντὶ ποσοῦ χρημάτων συμφωνουμένου, Πλάτ. Θεαίτ. 165Ε. ― Μέσ., ἐλευθερώνω τινὰ πληρώνων λύτρα, ἀπολυτρώνω, ἐξαγοράζω, τὴν χώραν χρημάτων οὐκ ὀλίγων Πολύβ. 17. 16, 1. ― Παθ., ἀπελευθεροῦμαι, ἀπολυτροῦμαι διὰ λύτρου, λελυτρῶσθαι ἐκ τῶν ἰδίων Δημ. 394. 18, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 4.
English (Strong)
from λύτρον; to ransom (literally or figuratively): redeem.
English (Thayer)
λύτρῳ: passive, 1st aorist ἐλυτρωθην; middle, present infinitive λυτροῦσθαι; 1st aorist subjunctive 3rd person singular λυτρώσηται; (λύτρον, which see); the Sept. often for גָּאַל and פָּדָה;
1. to release on receipt of ransom: Plato, Theact., p. 165e.; Diodorus 19,73; the Sept., to redeem, liberate by payment of ransom (Demosthenes, others)), generally expressed by the middle; universally, to liberate: τινα ἀργυρίῳ, and likewise ἐκ with the genitive of the thing; passive ἐκ τῆς ματαίας ἀναστροφῆς, Winer's Grammar, 254 (238)) by payment of the ransom, i. e. to redeem; universally, to deliver": in the Jewish theocratic sense, τόν Ἰσραήλ, viz. from evils of every kind, external and internal, ἀπό πάσης ἀνομίας, Winer's Grammar, § 30,6a.); τινα ἐκ, spoken of God, Hosea 13:14.
Greek Monotonic
λυτρόω: μέλ. λυτρώσω (λύτρον), απελευθερώνω σαν αντάλλαγμα παραλαβής λύτρων, σε Πλάτ. — Παθ., απελευθερώνομαι μέσω πληρωμής λύτρων, σε Δημ.
Middle Liddell
λύτρον
to release on receipt of ransom, to hold to ransom, Plat.:—Pass. to be ransomed, Dem.
Chinese
原文音譯:lutrÒw 呂特羅哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:釋放(了) 相當於: (גְּאוּלִים / גָּאַל) (פָּדָה)
字義溯源:救贖,付上贖價(的救贖),釋放,解救,贖,得贖;源自(λύτρον)=贖價);而 (λύτρον)出自(λύω)*=解開)。比較 (ἀναλύω) (διασῴζω)的同義字
同源字:1) (ἀντίλυτρον)贖價 2) (ἀπολύτρωσις)付清贖價 3) (λύτρον)釋放的憑藉 4) (λυτρόω)救贖 5) (λύτρωσις)贖罪 6) (λυτρωτής)救贖者
出現次數:總共(3);路(1);多(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 贖(2) 路24:21; 多2:14;
2) 你們得贖(1) 彼前1:18