λυχνοποιός

English (LSJ)

ὁ, maker of lamps or lanterns, Ar.Pax690, Philetaer.4, Cat.Cod.Astr.8(4).215.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de lampes.
Étymologie: λύχνος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α λυχνοποιός)
ο κατασκευαστής λύχνων ή λυχνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -ποιός(< ποιῶ)].

Greek Monotonic

λυχνοποιός: -όν (ποιέω), κατασκευαστής λύχνων ή φαναριών, σε Αριστοφ.

German (Pape)

Leuchten, Lampen machend; Ar. Pax 690; Philetaer. bei Ath. XI.474d.

Russian (Dvoretsky)

λυχνοποιός:изготовитель светильников, ламповый мастер Arph.

Middle Liddell

λυχνο-ποιός, όν ποιέω
making lamps or lanterns, Ar.