λωμάτιον

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite bordure;
2 casaque militaire.
Étymologie: λῶμα.

Greek Monolingual

λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα
(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.

Russian (Dvoretsky)

λωμάτιον: τό одеяние, плащ (μήλινον Anth.).

German (Pape)

τό, dim. zu λῶμα, Lucill. 114 (IX.210), wo μήλινα λωμάτια die Kleider selbst zu sein scheinen.