λωροτόμος

English (LSJ)

λωροτόμον, cutting thongs, Hsch. s.v. σκυτοτόμος, Sch.Pl.Grg. 517e, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).216.

Greek (Liddell-Scott)

λωροτόμος: -ον, ὁ τέμνων, κόπτων λωρία, Ἡσύχ. ἐν λ. σκυτοτόμος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Γοργ. 517D.

Greek Monolingual

λωροτόμος, -ον (AM)
αυτός που κόβει δέρματα σε λουρίδες, που κατασκευάζει λουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρος + -τόμος (< τέμνω)].

German (Pape)

Riemen schneidend, Schol. Platon. Ruhnk. p. 130.