λωτέω

English (LSJ)

A play the flute, Zonar.
II bloom, πεδία λωτεῦντα Il.12.283 (v.l. for λωτοῦντα); cf. λωτόεις.
III λωτεῦσι δέ, πάχνη, ἀνθεῖ ποιοῦσιν αἰσχρότητες, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λωτέω: «αὐλῶ», Ζωναρ. ΙΙ. ἀνθῶ, «λωτεῦντα· ἀνθοῦντα, ἢ λωτὸν ἔχοντα» ποιητ. παρ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

être fleuri.
Étymologie: λωτός.

German (Pape)

blühen, Hesych. Vgl. λωτόεις.