-εως, ἡ, waylaying, entrapping, Suid.
[Seite 66] ἡ, das Auflauern, im Hinterhalte Begen, Suid. erkl. ἐνέδρα.
λόχησις: ἡ, «ἡ ἐνέδρα» Σουΐδ.
λόχησις, ἡ (Α) λοχώ(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐνέδρα».