λοχώ

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχώ Medium diacritics: λοχώ Low diacritics: λοχώ Capitals: ΛΟΧΩ
Transliteration A: lochṓ Transliteration B: lochō Transliteration C: locho Beta Code: loxw/

English (LSJ)

ἡ, = λεχώ, Sammelb.6652.3 (where λοχοῦς is used as nom. sg.); so perhaps λοχώ is to be read rather than λόχῳ ib.6227: nom. sg. λοχώς is v.l. in LXX Ep.Je.28; cf. λοχός.

Greek Monolingual

(I)
λοχώ, ἡ (Α)
λεχώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα -ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμώ, μορφώ)].
(II)
λοχῶ, -άω (Α) λόχος
1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι (α. «τὸν δέ... οἴκαδ' ἰόντα λοχῶσιν», Ομ. Οδ.
β. «λοχᾷ ἐπὶ δένδρεον ἀναβάς», Ηρόδ.)
2. καταλαμβάνω έναν τόπο για να ενεδρεύσω («ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὀδόν», Ηρόδ.)
3. μτφ. στήνω παγίδαπάλαι οἷον λοχῶντες τὴν πρὸς Ῥωμαίους φιλίαν» — στήνοντας παγίδα στους Ρωμαίους με τη φιλική τους συμπεριφορά, Πολ.)
4. μέσ. λοχῶμαι, -άομαι
α) συλλαμβάνω με ενέδρα («Μελανίππην Ἥρως Ἡρακλέως ἐλοχήσατο», Απολλ. Ρόδ.)
β) ενεδρεύομαι, παγιδεύομαι, μού στήνουν ενέδρα.