λύγδη

English (LSJ)

= λεύκη, white poplar, Hsch.

German (Pape)

[Seite 67] ἡ, erkl. Hesych. ἡ λεύκη, τὸ δένδρον.

Greek (Liddell-Scott)

λύγδη: «τὸ δένδρονλεύκη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λύγδη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ δένδρονλεύκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύγδος με αλλαγή γένους].