λύθεν

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de λύω.

Russian (Dvoretsky)

λύθεν: эп. (= ἐλύθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к λύω.

Greek (Liddell-Scott)

λύθεν: Ἐπικ. γ΄ πληθ. παθητ. ἀόρ. α΄ τοῦ ῥήμ. λύω· - ἀλλὰ λυθέν, οὐδ. μετοχ. παθ. ἀόρ. α΄.

English (Autenrieth)

see λύω.

Greek Monotonic

λύθεν:I. Επικ. αντί ἐλύθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. του λύω· II.=λυθέν, μτχ. ουδ. Παθ. αορ.