η (Μ λύπησις) λυπώοίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια («έτσι που κατάντησε είναι για λύπηση»)νεοελλ.1. μεγάλη λύπη, μεγάλη θλίψη2. φρ. α) «παίρνω λύπηση» — λυπάμαιβ) «έχω λύπηση σε κάποιον» — συμπονώ κάποιον.