λᾶμα

French (Bailly abrégé)

dor. c. λῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

λᾶμα: Δωρ. ἀντὶ λῆμα, Ἀνθ. Π. 6. 50.

Russian (Dvoretsky)

λᾶμα: τό дор. Anth. = λῆμα.

German (Pape)

τό, dor. = λῆμα.