λᾶος

English (LSJ)

irreg. gen. of λᾶας.
II λᾶος, ὁ, stone, v. λᾶας.

French (Bailly abrégé)

v. λᾶας.

German (Pape)

ὁ, = λᾶας, nur Gramm.; aber als gen. von λᾶας, Hom.

Russian (Dvoretsky)

λᾶος: gen. к λᾶας.

Greek (Liddell-Scott)

λᾶος: ἀνώμαλ. γεν. τοῦ λᾶας.

Greek Monotonic

λᾶος: ανώμ. γεν. του λᾶας.