λῄδιον

English (LSJ)

v. λήδιον.

Greek (Liddell-Scott)

λῄδιον: ἢ λῃδίον, τό, ὑποκορ. τοῦ λῇδος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 507, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Α, Μάχων αὐτόθι 582D κἑξ.· καὶ οὕτως ὁ Toup ἀντὶ λήιον παρὰ τῷ Σουΐδ.

German (Pape)

τό, dim. von λῇδος, Clearch. bei Ath. VI.256f, Macho ib. XIII.582d; Philostr.; auch ληδίον geschr. nach Eust. 1686.52.