λῶδιξ

English (LSJ)

ῑκος, ἡ, blanket or counterpane, Lat. lodix, Peripl.M.Rubr. 24, BGU1564.8 (ii A.D.):—Dim. λωδίκιν prob. in ib.93.24 (ii/iii A.D.); λωδίκιον, Stud.Pal.20.67.26 (ii/iii A.D.), etc.; cf. λωτίκιον.

French (Bailly abrégé)

ικος (ἡ) :
sorte de tissu, de couverture grossière.
Étymologie: DELG emprunté au lat. lodix, lui-même pê empr. au celt.

Greek Monolingual

λῶδιξ, -ικος, ἡ (Α)
κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο].