ὁ, ἡ, = μάραθον.
[Seite 94] ὁ, = Vorigem, Ath. XIII, 596 a; οἱ μάραθοι, Epicharm. bei Ath. II, 70 f.
ου (ὁ) :c. μάραθον.
ο (Α μάραθος ὁ, ἡ)το μάραθο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάραθο με αλλαγή γένους].