μάρων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, = λευκόψαρος, ὄνοι Hippiatr. 14.

Greek Monolingual

μάρων, -ονος, ὁ, ἡ (Μ)
λευκόφαιος, σταχτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].