λευκόψαρος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
λευκόψαρον, whitish grey, ὄνοι Hippiatr.14.
German (Pape)
[Seite 35] weißgrau, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόψᾱρος: -ον, λευκόφαιος, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
λευκόψαρος, -ον (Μ)
λευκόφαιος, σταχτής.