μάσκουλο

Greek Monolingual

το
1. άρθρωση δύο οστών
2. μυς του σώματος
3. είδος κροτίδας
4. μικρός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascolo].