μάτρυλλα

Greek Monolingual

μάτρυλλα, ἡ (Α)
η μαστροπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάτρυλλα είναι υποκορ. με μειωτική σημ. < μήτηρ + κατάλ. -υλλα (πρβλ. δαπάνυλλα, χόνδρυλλα)].