μέροθεν

Greek Monolingual

μέροθεν (Μ)
επίρρ. σε μερικά μέρη, κατά τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκοθεν)].