μέσαυλον

English (LSJ)

τό, μέσαυλος.

French (Bailly abrégé)

v. μέσαυλος.

Russian (Dvoretsky)

μέσαυλον: τό Hom. = μέσαυλος II.

Greek (Liddell-Scott)

μέσαυλον: τό, ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

μέσαυλον, τὸ (Α)
βλ. μέσαυλος.