μέσσοθι

English (LSJ)

Adv., for Μεσόθι, in the middle, Hes.Op.369, etc.: c. gen., νηός A.R.2.172; ζώνης Opp.C.1.92.

Greek Monolingual

μεσσόθι και μεσόθι (Α)
(ποιητ. τ.) επίρρ. στο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. μακρόθι)].