μήρισμα

English (LSJ)

κάταγμα, ἢ σπάσμα ἐρίου, Hsch.; found in Hero Aut.11.3 codd. (μήρυσμα is cj. in both places).

Greek Monolingual

μήρισμα (Α) μηρίζω
(κατά τον Ησύχ.) «κάταγμα, ἢ σπάσμα ἐρίου».