σπάσμα
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
σπάσματος, τό,
A sprain or rupture of muscular fibre, Hp.Aph. 5.25, cf. Pl. Ti.87e, D.18.198, Thphr. HP 9.9.2, Gal.1.239.
2 spasm, convulsion, Arist.Pr.885a6.
II that which has been torn off, fragment, shred, Plu.Lys.12, Sull.21; τῆς φρονήσεως μόρια καὶ σπάσματα Id.2.99c.
2 σπάσμα ξίφους sword-blade, as drawn from the scabbard, Id.Oth.17.
German (Pape)
[Seite 917] τό, das Gezogene, die Zuckung, der Krampf, Plat. Tim. 87 e; auch vom Meere, App. B. C. 5, 89, ξίφους, der gezückte, bloße Degen, Plut. Otho 17; auch das abgerissene Stück, θωράκων σπάσματα, Sull. 21 Lys. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action de tirer l'épée;
2 morceau arraché, lambeau.
Étymologie: σπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπάσμα σπάσματος, τό [σπάω] verrekking (van spieren en gewrichten). afgebroken of afgerukt stuk, brokstuk. blad, kling (het stuk van een zwaard dat verschijnt wanneer het wordt getrokken).
Russian (Dvoretsky)
σπάσμα: ατος τό
1 вытянутое, вытащенное, извлеченное: τὸ σ. ξίφους Plut. обнаженный меч, клинок меча;
2 спазм, судорога (Arst.; σ. ἔλαβε τὸ σκέλος Plut.);
3 тяжелое напряжение (sc. τοῦ σώματος Plat.);
4 кусок, обломок, осколок (θωράκων σπάσματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σπάσμα: τό, (σπάω) διάρρηξις μυϊκῆς ἰνός, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· σπασμός, σπασμωδικὴ κίνησις, τῶν ὑστερῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 4, 1, πρβλ. Προβλ. 5. 39. ΙΙ. τὸ ἀποσπασθὲν τεμάχιον, σπάραγμα, «λωρίδα», Πλουτ. Λύσ. 12, Σύλλ. 21· πρβλ. Wyttenb. 2. 99C. 2) σπ. ξίφους, ἡ κοπὶς τοῦ ξίφους ἀνειλκυσμένη ἀπὸ τῆς θήκης, Πλουτ. Ὄθων 17.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σπάω / σπώ]
σπασμωδική κίνηση, σύσπαση
νεοελλ.
σύσπαση, σπασμός
μσν.
το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.)
αρχ.
1. διάρρηξη μυϊκών ινών
2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου, σπάραγμα, θραύσμα
3. φρ. «σπάσμα ξίφους» — λεπίδα ξίφους που έχει αποσπαστεί από τη θήκη, σπαθί ξεθηκαρωμένο.
Greek Monotonic
σπάσμα: -ατος, τό (σπάω),
I. σπασμός, μυϊκός σπασμός, αιφνίδιο τίναγμα, τῶν ὑστερῶν, σε Αριστ.
II. τμήμα που έχει αποσχιστεί, απόσπασμα, θραύσμα, κομμάτι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σπάσμα, ατος, τό, σπάω
I. a spasm, convulsion, τῶν ὑστερῶν Arist.
II. a piece torn off, shred, Plut.