μίνω

English (LSJ)

Arc. for μένω (q.v.).

Greek Monolingual

μίνω (Α)
(αρκαδ. τ.) μένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρκαδ. τ. του μένω (πρβλ. πρόθ. ἐν, αρκαδ. ἰν)].