μαγειρίσκος
English (LSJ)
ὁ, Dim. of μάγειρος, Ath.7.292e.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγειρίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ μάγειρος, Ἀθήν. 292Ε.
Greek Monolingual
μαγειρίσκος, ὁ (Α) μάγειρος
υποκορ. του μάγειρος, ως επωνυμία σοφιστών («ἄλλος σοφιστὴς μαγειρίσκος τάδε λέγει», Αθήν.).