τάδε
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
French (Bailly abrégé)
pl. neutre de ὅδε.
Greek Monolingual
ο, η, το, Ν
(άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) ο δείνα («δεν μέ ενδιαφέρει αν είναι ο τάδε ή ο δείνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τάδε, πληθ. ουδ. της αντων. ὅδε, ἥδε, τόδε].
Russian (Dvoretsky)
τάδε: pl. n к ὅδε.