Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μαγνητοθερμικός
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. αυτός που αναφέρεται συγχρόνως στη θερμότητα και στον μαγνητισμό 2.φρ. «μαγνητοθερμικό φαινόμενο» φυσ. το σύνολο τών θερμικών φαινομένων τα οποία προκαλούνται όταν μαγνητισθεί μια σιδηρομαγνητική ουσία.