μαγνητοστατικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγνητοστατική, αυτός που χαρακτηρίζει τα φαινόμενα τα οποία αφορούν τους μαγνήτες ή τις μαγνητικές μάζες που βρίσκονται σε ηρεμία
2. το θηλ. ως ουσ. η μαγνητοστατική
η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών φαινομένων τα οποία αφορούν τους μαγνήτες ή τις μαγνητικές μάζες που βρίσκονται σε ηρεμία.