μαγνητόφωνο

Greek Monolingual

το
συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής τών ήχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. magneto-phone < μαγνήτης + φωνή.