v. μάδισος.
μαδιβός, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μάδισος», δικέλλι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μάδισος με επίθημα -βος (πρβλ. κόττα-βος, σίττυ-βος)).