μαζοποιός

English (LSJ)

μαζοποιόν, making barley-bread, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

μαζοποιός: -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α μαζοποιός)
νεοελλ.
στρατιώτης που ζυμώνει ψωμιά
αρχ.
αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -ποιός (< ποιῶ)].

German (Pape)

Gerstenbrot machend.