μακεδονιστί

English (LSJ)

in Macedonian, Plu. Eum. 14.

Greek Monolingual

μακεδονιστί)
επίρρ. στη μακεδονική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδόνες + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. Λυδιστί)].

Russian (Dvoretsky)

μᾰκεδονιστί: adv. по-македонски Plut.