μακιγιάρω

Greek Monolingual

1. βάζω στο πρόσωπο ψιμύθια, καλλυντικά, με σκοπό τον εξωραϊσμό, ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω
2. αλλάζω τη φυσιογνωμία ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων ουσιών, ώστε να μοιάζει με το πρόσωπο το οποίο υποδύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maquiller].