μακρόρριζος

English (LSJ)

μακρόρριζον, with long root, ib.7.11.3: Comp. and Sup., ib.1.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόρριζος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 7, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόρριζος, -ον)
(για φυτό) αυτός που έχει μακριές ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + ῥίζα (πρβλ. βραχύρριζος)].

German (Pape)

langwurzelig, Gegensatz von βραχύρριζος, Theophr.