μαλακοπτυχής
English (LSJ)
μαλακοπτυχές, dub. sens., ἄρτοι Philox. 2.36.
Greek Monolingual
μαλακοπτυχής, -ές (Α)
(αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει μικρές πτυχές («περδίκων φασσῶν τε... παρεβάλλετο θερμά πολλά και μαλακοπτυχέων ἄρτων», Φιλόξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + -πτυχής (< πτύσσω), πρβλ. ισοπτυχής, περιπτυχής].