μαλτσίνα

Greek Monolingual

και μαντσίνα, η
ναυτ. λαϊκή ονομασία της ιστοθέτιδας, της μηχανής με την οποία ιστοθετούνται τα ιστιοφόρα, δηλαδή τοποθετούνται κατάρτια πάνω στο σκάφος.