μαμμίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of μαμμία, Plu.2.858c, Hld.7.10:—also μαμμιδίον, τό, Phryn.110.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite maman, petite mère.
Étymologie: dim. de μάμμη.
German (Pape)
τό, dim. zu μαμμία, Mütterchen, Plut. und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
μαμμίδιον: (ῐδ) τό матушка, мамочка Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μαμμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαμμία, Πλουτ. 2. 858C, Ἡλιόδ. 7. 10· οὕτω μαμμίον, τό, Φρύν. 135.
Greek Monolingual
μαμμίδιον, τὸ (Α) μάμμη
(υποκορ. του μαμμία) μαμάκα, μαννούλα («τὴν δὲ παῖδα πρὸς τὴν μητέρα φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ μαμμίδιον, οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», Πλούτ.).