μαμμόθρεπτος

English (LSJ)

μαμμόθρεπτον, (μάμμη III) brought up by one's grandmother, Sch.Ar.Ra.1021, Aug.in Psalm.30; condemned by Phryn.267, cf. Poll.3.20.

Greek (Liddell-Scott)

μαμμόθρεπτος: -ον, (μάμμη ΙΙΙ) ὁ ἀνατραφεὶς ὑπὸ τῆς ἰδίας μάμμης ἤτοι προμήτορος «κακοαναθρεμμένος», - λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχου «μαμμόθρεπτον μὴ λέγε, τηθελαδοῦν δὲ» σελ. 299.

German (Pape)

von der Großmutter erzogen, verzogen, ein Muttersöhnchen, Vetera Lexica.