μανίω

English (LSJ)

Doric for μηνίω.


English (Slater)

μᾱνίω ]ι μανίει (ubi v. Σ in marg. pap., φθονεῖ, sed fort. μὰν ἵει scribendum) (Pae. 2.46)

Russian (Dvoretsky)

μᾱνίω: дор. = μηνίω.