στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Ionic and Attic 3 sg. impf. of ἵημι.
ἵει: Ἰων. καὶ Ἀττ. γ΄ ἑνικ. παρατ. τοῦ ἵημι.
see ἵημι.
ἵει: Ιων. και Αττ., γʹ ενικ. παρατ. του ἵημι (από το ἱέω).