μανικῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
follement, comme un fou.
Étymologie: μανικός.

Russian (Dvoretsky)

μᾰνικῶς:
1 безумно (μ. διακείμενος Plat.);
2 нелепо (μ. καὶ ἀτάκτως Plat.).

English (Woodhouse)

(see also: μανικός) madly