-ή, -ό (AM μανδαλωτός, -ή, -όν) μανταλώνωκλεισμένος με μάνταλο, με σύρτη, αμπαρωμένοςμσν.-αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ μανδαλωτόνείδος ηδυπαθούς φιλήματοςαρχ.ασελγής.